Ενώ η κοινοβουλευτική χούντα του ΠΑΣΟΚ προχωρά αδίστακτα στο άνοιγμα κάθε αγοράς στις πολυεθνικές (με τελευταία αυτή των μεταφορών) και -όπως προανήγγειλε ο «Γιωργάκης»- απώτερος στόχος είναι το ξεπούλημα κάθε περιουσιακού στοιχείου του Δημοσίου (συμπεριλαμβανομένης της μετατροπής περιοχών όπως το Ελληνικό σε άθλια Λας Βέγκας!), οι λαϊκές αντιδράσεις εξακολουθούν να είναι αποσπασματικές.
Και αυτό, γιατί η χούντα αφήνεται ανενόχλητη από τους εργατοπατέρες να «σαλαμοποιεί» το λαϊκό κίνημα κατά των μέτρων (μια οι λιμενεργάτες, μετά οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι φορτηγατζήδες, οι σιδηροδρομικοί κ.ο.κ.), ενώ, βέβαια, αν αντιμετώπιζε κοινή δράση από τα λαϊκά στρώματα που πληρώνουν σήμερα το χρέος, πιθανώς θα είχε ήδη χρειαστεί -μαζί με την τρόικα που εκπροσωπεί τη διεθνή αγυρτεία των τραπεζιτών- τα ελικόπτερα που χρησιμοποίησαν στην αντίστοιχη περίπτωση η αργεντινέζικη ελίτ και το ΔΝΤ.
Στο μεταξύ, η κοινοβουλευτική χούντα μετατρέπεται ταχύτατα στο ημι-ολοκληρωτικό καθεστώς που έχω περιγράψει, ψηφίζοντας «εν κρυπτώ, σε τμήμα θερινών διακοπών και χωρίς καμιά ιδιαίτερη εξήγηση», τη μετατροπή των διαδηλωτών εναντίον της σε «τρομοκράτες» (με τις συνεπαγόμενες εξοντωτικές ποινικές κυρώσεις), είτε πρόκειται για τους σιδηροδρομικούς και τους φορτηγατζήδες, που «διαταράσσουν την ασφάλεια των συγκοινωνιών», είτε για φοιτητές που σπάνε τα τζάμια τραπεζών κ.λπ. Και όλα αυτά, χωρίς η χούντα αυτή να έχει την παραμικρή νομιμοποίηση, εφόσον ποτέ δεν έθεσε στην κρίση του λαού τα συγκεκριμένα κτηνώδη μέτρα, που αλλάζουν ριζικά τη ζωή της μεγάλης πλειοψηφίας, τα οποία η ίδια «αποφασίζει και διατάσσει», ενώ τα μέλη του λόχου της απλά τα ψηφίζουν για να μη χάσουν το περιπόθητο (και κερδοφόρο) «βουλευτιλίκι» ή «υπουργιλίκι». Περιττό να σημειωθεί ότι όταν αντιμετωπίζουμε παρόμοιο «σφετερισμό της λαϊκής κυριαρχίας», που παραβιάζει (έστω άτυπα) θεμελιακούς κανόνες ακόμη και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», τότε τίθεται θέμα για ποιους «νόμους» και «Συντάγματα» μιλάμε.Αλλά το επόμενο εύλογο ερώτημα είναι «η Αριστερά τι κάνει;» Στην πραγματικότητα, όμως, δεν υπάρχει ούτε μπορεί να υπάρξει ενιαία Αριστερά. Αρχικά, πρέπει να γίνει η διάκριση μεταξύ ρεφορμιστικής και αντισυστημικής Αριστεράς, που δεν γίνεται με βάση το κριτήριο τρόπου κατάκτησης της εξουσίας (το παλαιό δίλημμα «ρεφορμισμός ή επανάσταση»), αλλά με βάση τους στόχους και τη στρατηγική της. Με βάση αυτό το κριτήριο, ιστορικά, η ρεφορμιστική Αριστερά περιελάμβανε το τμήμα εκείνο της Αριστεράς που επιδίωκε την κοινωνική αλλαγή, είτε μέσα από την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας και «μεταρρυθμίσεις από τα πάνω» (π.χ. τα παλαιά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα) είτε μέσα από τη δημιουργία αυτόνομων από το κράτος βάσεων εξουσίας, που θα πίεζαν τις ελίτ για «μεταρρυθμίσεις από τα κάτω» (κινήσεις της «κοινωνίας των πολιτών», τα διάφορα μονοθεματικά κινήματα π.χ. φεμινιστικά, οικολογικά, ταυτότητας κ.λπ.). Σε αντίθεση με αυτή την Αριστερά, αναπτύχθηκε η αντισυστημική Αριστερά, που εκινείτο με βάση ένα καθολικό πολιτικό πρόταγμα και στρατηγική ανατροπής του «συστήματος», όπως αυτό εκφράζεται με τους κύριους θεσμούς της νεοτερικότητας, την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς και το πολιτικό συμπλήρωμά της στην αντιπροσωπευτική «δημοκρατία». Δεδομένης, μάλιστα, της ιστορικής αποτυχίας της ρεφορμιστικής Αριστεράς, που έδειξε η κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας και η ανατροπή σχεδόν όλων των σημαντικών κοινωνικών κατακτήσεων, μια νέα αντισυστημική Αριστερά ανατέλλει σήμερα, που έχει διδαχθεί τα ιστορικά μαθήματα του 20ού αιώνα.
Φυσικά, διαφοροποιήσεις υπάρχουν και μέσα στη ρεφορμιστική και την αντισυστημική Αριστερά. Ετσι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ σοσιαλφιλελεύθερης «αριστεράς», που άμεσα στηρίζει τις ελίτ και τα ληστρικά μέτρα, και της υπόλοιπης ρεφορμιστικής Αριστεράς, που τα επικρίνει αλλά χωρίς συνήθως να προτείνει βάσιμη εναλλακτική λύση. Τυπικό παράδειγμα της πρώτης περίπτωσης είναι η στήριξη των εγκληματικών μέτρων ως «αναπόφευκτων», με βάση το αστήρικτο επιχείρημα ότι χωρίς τα μέτρα αυτά θα έπρεπε να γίνει άμεση στάση πληρωμών, με κατάληξη τη γνωστή καταστροφολογία, εάν βγαίναμε από την ΟΝΕ (την οποία όμως προτείνουν ακόμη και διεθνείς ορθόδοξοι οικονομολόγοι ως τη μόνη εναλλακτική λύση για την αποφυγή των ληστρικών μέτρων!) και την Ε.Ε. (που πρότεινε εμπεριστατωμένα η στήλη και ρεύματα της αντισυστημικής Αριστεράς). Και, φυσικά, δείχνει είτε ασυγχώρητη άγνοια είτε εσκεμμένη αποσιώπηση απόψεων, όπως αυτές που έχουν διατυπωθεί από τη στήλη αυτή, ο ισχυρισμός ότι δεν έχουν δοθεί απαντήσεις σε παρόμοια ερωτήματα. Μοιραίο, επομένως, το γελοίο συμπέρασμα... παγκαλικού τύπου ότι «όλοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα έχει στις τωρινές συνθήκες χάσει την αυτονομία της, δεν αντιλαμβάνονται πως η τυχόν έξοδός μας από την Ε.Ε. θα οδηγούσε στον τύπο της αυτονομίας που η Αλβανία έχει σήμερα ή, ακόμη χειρότερα, αυτή που είχε επί Χότζα»,1 όπου προφανώς ανήκουν η Ισλανδία, η Νορβηγία κ.λπ.
Οσον αφορά την υπόλοιπη ρεφορμιστική Αριστερά, ένα σημαντικό μέρος της προσπαθεί να εκμεταλλευθεί το πολιτικό κενό που άφησε η μετάλλαξη των παλαιών σοσιαλδημοκρατών σε σοσιαλφιλελεύθερους (τύπου ΠΑΣΟΚ), προτείνοντας... κεϊνσιανές λύσεις. «New Deal» «και άλλα παραμύθια», που είναι εντελώς άσχετα με τη σημερινή διεθνοποιημένη καπιταλιστική οικονομία της αγοράς. Ενα άλλο μέρος της μιλά γενικά και αόριστα για την «Αριστερά του 21ου αιώνα», ή την «Αριστερά των κινημάτων», επικαλούμενη και το πολύ... διαφωτιστικό σύνθημα «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός». Ωστόσο, είναι φανερό ότι η έλλειψη ενός κοινού αντισυστημικού στόχου που χαρακτηρίζει αυτή τη «μεταμοντέρνα Αριστερά» (πέρα βέβαια από τον ασαφή και απλά αρνητικό στόχο «ενάντια στον καπιταλισμό»), σε συνδυασμό με τη σύνθεση τέτοιων συμμαχιών, που συνήθως αποτελούνται από ετερογενή κινήματα με αντικρουόμενους στόχους, αναπόφευκτα οδηγεί στον πολυπερπατημένο δρόμο των ρεφορμιστικών πολιτικών, που είναι βέβαια εντελώς ανεπαρκείς για να αντιμετωπίσουν την πολυδιάστατη κρίση, την οποία δημιούργησε η σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Με άλλα λόγια, η μεταμοντέρνα ρεφορμιστική αριστερά δεν είναι σε θέση να εγείρει αιτήματα ριζοσπαστικά, όπως η έξοδος από την Ε.Ε., που απαιτούν οι συνθήκες για την έξοδο από την κρίση, εφόσον, σε τελική ανάλυση, στηρίζεται στον «ελάχιστο κοινό παρονομαστή» των συνιστωσών της. Γι' αυτό και το «μαξιμαλιστικό» αίτημα που κάποιοι θέτουν μέσα σε αυτή (έξοδος από την ΟΝΕ και παύση πληρωμών), όπως έχω δείξει, είναι ανεφάρμοστο μέσα στην Ε.Ε.!
Αλλά και στην αντισυστημική Αριστερά υπάρχουν παρόμοιες διαφοροποιήσεις, μεταξύ, από τη μια μεριά, της κομμουνιστογενούς Αριστεράς, που εμπνέεται από το γνωστό καθολικό πρόταγμα και η οποία, γενικά, θέτει θέμα εξόδου από την Ε.Ε. (παρ'όλο που κάποια ρεύματα σε αυτήν μιλούν για «καπιταλιστική απεξάρτηση» που την παραπέμπει στις ελληνικές καλένδες) και, από την άλλη, της ελευθεριακής. Φυσικά, και στην τελευταία, επίσης, υπάρχουν διαφοροποιήσεις, ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη εισαγωγή μεταμοντέρνων ρευμάτων, που εμφανίζονται ως «αντιεξουσιαστικά», τα οποία, αδυνατώντας να δουν την άμεση δημοκρατία σαν καθολικό πρόταγμα, την προτείνουν ουσιαστικά σαν... διαδικασία που προκύπτει μέσα στα «κινήματα» και, αναπόφευκτα, καταλήγουν στο ίδιο «μαξιμαλιστικό αίτημα» με τη μεταμοντέρνα ρεφορμιστική Αριστερά...
http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos
1. Ν. Μουζέλης, «Τα διλήμματα της Αριστεράς», Το Βήμα, 12/9/2010
SOS Total Recall. K.Marx.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτή τη φορά με bluejean και παπούτσια Nike.