Για την αλλαγή στρατηγικής του κράτους εν μέσω οικονομικής κρίσης |
Πηγή: Red Notebook |
Του Πέτρου Σταύρου 1. Το κράτος ως δυνάστης και ως υποχείριο Οι βασικές απόψεις του αστισμού για το κράτος που διακινούνται σήμερα δεν εμπεριέχουν μια συγκροτημένη θεωρητική παραδοχή. Τη δύναμή τους δεν την αντλούν από την επιστημονική τους συγκρότηση, αλλά από τον τρόπο που διακινούνται, ως αληθοφανείς μυθοπλασίες, με πλούσια εμπειρική βάση και μέσω ενός δημοσιογραφικού κώδικα που θέλει να συνδυάζει το ρεπορτάζ με το συστημικό πολιτικό λόγο. Έτσι παύουν να είναι απλά απόψεις και γίνονται πρακτικές ιδεολογίες ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων από τους επιστημονικούς και πολιτικούς κύκλους που πρώτα τις διακίνησαν. Το κράτος, στο εσωτερικό αυτών των απόψεων, παρουσιάζεται με αντιφατικό τρόπο. Από τη μία είναι πανίσχυρο, υπερμέγεθες και συνάμα ανάλγητο που ακινητοποιεί όλη την ιδιωτική οικονομία, γεννώντας στρεβλώσεις, διαφθορές και στερήσεις της ιδιωτικής ελευθερίας και της πρωτοβουλίας. Από την άλλη, ως πολιτική κυριαρχία, παρουσιάζεται αδύναμο απέναντι στις παγκόσμιες και ιδιωτικές αγορές με ελάχιστη ή καμία διαπραγματευτική δύναμη. Όμως, δεν μένουν εκεί. Το κράτος φαντάζει αδύναμο όχι μόνο απέναντι στις αγορές, που αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς είναι όντως πανίσχυρες, αλλά και απέναντι στην ίδια την κοινωνία που υποτίθεται ότι αφαιμάσσει ή καλύτερα απέναντι σε ορισμένες μορφές οργάνωσης της κοινωνίας αυτής. Τα κόμματα και ο συνδικαλισμός των ΔΕΚΟ έχουν αλώσει τους κρατικούς μηχανισμούς και έχουν απαξιώσει τις δημόσιες επιχειρήσεις. Το κυριότερο όμως είναι πως τα κόμματα και τα συνδικάτα, «δασκαλεύουν» όλη την κοινωνία στον κρατισμό και στην προσοδοφορία, οδηγώντας όλη την οικονομία στο τέλμα και στον υπερδανεισμό. Στο άρθρο αυτό θα ασκηθεί κριτική στις παραπάνω θεωρίες, όχι όμως για να αποδειχθεί ο τρόπος που στρεβλώνουν την πραγματικότητα, αλλά για να διατυπωθεί η άποψη πως οι θεωρίες αυτές ψελλίζουν μια μεγάλη αλήθεια των συμφερόντων που εξυπηρετούν. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια, μεγάλης έκτασης, αλλαγή της στρατηγικής του κράτους που μάλλον ενδυναμώνεται παρά περιορίζεται. Το κράτος είναι το πραγματικό κόμμα της αστικής τάξης και αυτός ο ρόλος του ισχυροποιείται με μια στρατηγική που βρίσκεται «στα σκαριά» ακόμη, αλλά που ήδη παράγει πραγματικά αποτελέσματα. 2. Κομματικοποίηση του κράτους ή Κρατικοποίηση των κομμάτων; Μπορεί ένα κόμμα να κομματικοποιήσει το κράτος; Είναι το κράτος, αυτός ο λεβιάθαν, τόσο ανίσχυρο μπροστά σε κάποια οργανωμένα συμφέροντα ενός κοινωνικού υποσυνόλου με τη μορφή κόμματος; Η άποψη που εδώ διατυπώνεται είναι πως ένα κόμμα που έχει σχηματίσει κυβέρνηση δεν μπορεί να «αποικίσει» το κράτος, ακόμα και αν σε κάποιες στιγμές της κυβερνητικής του εξουσίας μπορεί να σταθεί ως ιμάντας μεταφοράς πολλών κομματικών του στελεχών ή ψηφοφόρων σε θέσεις της δημόσιας διοίκησης (μένει να αποδειχθεί πότε ενεργοποιείται αυτή η μεταφορά: όταν κερδίζεται η κυβέρνηση ή, κυρίως, όταν είναι έτοιμη να χαθεί;). Ο λόγος που δεν μπορεί να συμβεί η κομματικοποίηση του κράτους είναι το γεγονός πως αυτό αποτελεί τον ιστορικό παράγοντα ομαλοποίησης μιας συγκεκριμένης κοινωνίας από την αταξία των αντιθεσεών της. Επειδή η ομαλοποίηση των αντιθέσεων μιας κοινωνίας γίνεται με την υποταγή όλων των τάξεων σε μια κυρίαρχη τάξη, αυτή η εξουσία πρέπει να φαντάζει και να είναι, ως ένα βαθμό, ουδέτερη και ταυτόχρονα μεροληπτική για να μπορεί να είναι βιώσιμη και σταθερή. Αυτόν τον ρόλο της ουδέτερης και ανοικτής ως ένα βαθμό, σε «καταλήψεις» διοικητικών θέσεων, δημόσιας εξουσίας, τον ασκεί καλύτερα η θέση του κρατικού λειτουργού και όχι του κομματικού στελέχους. Κοντολογίς, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα από την «κατάληψη» της θέσης, το κομματικό στέλεχος μεταμορφώνεται σε κρατικό λειτουργό. Αν ίσχυε το αντίθετο τότε θα παρατηρούσαμε τη μαζικοποίηση των κομμάτων από κοινωνικά στρώματα που διεκδικούν μια θέση στον ήλιο. Αυτό όμως δεν συμβαίνει. Τουναντίον, η εξέλιξη των μαζικών κομμάτων σε κόμματα – ολιγοπώλια, στα οποία έχει επικεντρωθεί η εξουσία γύρω από ένα επιτελείο και στα οποία υπάρχει μια αμεσολάβητη σχέση (από μεσαία στελέχη) μεταξύ αρχηγού και «βάσης», η ιδεολογική και πολιτική σύγκλιση των λαϊκοδεξιών κομμάτων με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, η οριστική έξοδος από την πολιτική συμμετοχή μεσαίων και λαϊκών στρωμάτων, που σε πολλές χώρες της δύσης αγγίζει το 50% του πληθυσμού, η ανάπτυξη των ανεξάρτητων αρχών που ελέγχουν τη δημόσια διοίκηση, η ισχυροποίηση των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους που ακούν στο όνομα ΜΜΕ, αποτελούν φαινόμενα που συνηγορούν στο γεγονός ότι η αιτιοκρατική σχέση λειτουργεί αντίστροφα. Το κράτος κρατικοποιεί τα κόμματα και αυτά αντλούν πολύ περισσότερους «πόρους» από αυτό, από όσους του δίνουν. Αυτά συμβαίνουν και στην Ελλάδα και συμβαίνουν εδώ και δύο δεκαετίες, τουλάχιστον. 3. Καρτελοποίηση των ολιγοπωλιακών κομμάτων. Μια πρώτη μορφή αναδιοργάνωσης της αστικής εξουσίας. Η οικονομική κρίση και η έκρηξη του δημόσιου χρέους μαζί με τα φαινόμενα διαφθοράς έβαλαν σε μια ιδιότυπη δοκιμασία αυτό το κρατικό κομματικό σύστημα. Η ξαφνική έκρηξη του κινήματος των πλατειών ανέδειξε δύο τάσεις για το ξεπέρασμα της πολιτικής κρίσης και της αδυναμίας του κρατικοποιημένου πολιτικού συστήματος να οδηγήσει την κοινωνία και την οικονομία σε κύκλους ευημερίας και κοινωνικής ομαλότητας. Η μια εκφράστηκε από την λαϊκίστικη ακροδεξιά και φαίνεται ότι και εδώ ο υποβολέας ήταν το ίδιο το κράτος και όχι κόμματα της ακροδεξιάς. Η αυταρχική λύση της ακροδεξιάς τάσης λέει το εξής: «Να περιορίσουμε την νομοθετική εξουσία («και οι τριακόσιοι είναι κλέφτες») και να ενδυναμώσουμε την εκτελεστική εξουσία». Αυτή η πρόταση φαίνεται να κυριαρχεί διότι έχει άμεση και οργανική σχέση με το γεγονός ότι το πραγματικό κόμμα της αστικής τάξης είναι το ίδιο το κράτος. Εκείνο που βιώνουμε σήμερα είναι τα αποτελέσματα μιας κρατικής στρατηγικής να ξεπεράσει τη φθορά των κρατικοποιημένων κομμάτων εξουσίας και να προτείνει ένα μοντέλο εξουσίας που συνδυάζει την τιμωρητική διοίκηση με μια νέα κυβερνησιμότητα, ολιγοπωλιακού χαρακτήρα (Καρτέλ). Η μίμηση της ολιγοπωλιακής αγοράς των μεγάλων επιχειρήσεων είναι εμφανής. Εκείνο που επιχειρείται να αποβληθεί είναι ο πολιτικός ανταγωνισμός ακόμα και αν αυτός έχει τη μορφή των κομματικών ανταγωνισμών. Η δεύτερη τάση, είναι η πρόταση των συνελεύσεων της πλατείας συντάγματος. Οι φορείς αυτής της άλλης αντίληψης γνωρίζουν, ασυναίσθητα, ότι τα κόμματα αποτέλεσαν πολιτικές μορφές οργάνωσης της κοινωνίας εκτός του κράτους, που όμως ξέφυγαν, στη πορεία, από τον έλεγχό της και μπήκαν υπό τον έλεγχο «άλλων» δυνάμεων. Τα κόμματα απορρίπτονται όχι γιατί απλά «κλέβουν και βολεύουν τους δικούς τους» αλλά γιατί θεωρούνται ξένες μορφές πολιτικής δράσης προς τα λαϊκά συμφέροντα. Αυτή η δεύτερη τάση υποστηρίζει τις άμεσες μορφές δημοκρατίας ως λύση στην κρίση του πολιτικού συστήματος. Όσο αδιαμόρφωτη και αυθόρμητη και αν φαντάζει, όσο υπεραπλουστευτική και καχύποπτη και αν είναι, έχει συλλάβει μια μεγάλη αλήθεια της ταξικής πάλης. Την αστάθεια των πολιτικών μορφών πάλης κάτω από το συνεχές «σφυροκόπημα» της κρατικής δράσης. 4. Κρατισμός της κοινωνίας ή ιδιωτισμός του Κράτους; Υπάρχουν δύο κρατισμοί για τις αστικές ερμηνείες: Ο πρώτος είναι η τάση του κράτους να κρατικοποιεί την οικονομία και ο δεύτερος είναι η τάση της κοινωνίας τα ενσωματωθεί στο κράτος για να εξαλείψει το ρίσκο που ενυπάρχει στην ιδιωτική οικονομία. Και οι δυο κρατισμοί, θεωρούνται κυρίαρχοι στην ελληνική οικονομία και αποτελούν τις βασικές αιτίες που αδυνάτισαν τις αντοχές της και την έφεραν στη θέση επαίτη δανείων. Είναι όμως έτσι; Στην πραγματικότητα, συμβαίνει και εδώ το αντίθετο. Το κράτος, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, διακατέχεται περισσότερο από έναν «ιδιωτισμό» παρά από την αλόγιστη επέκταση του, σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Ονομάζουμε ως «ιδιωτισμό» αυτήν την τάση διότι εγκαθιδρύονται «οιονεί» αγορές εντός των κρατικών λειτουργιών και επιχειρήσεων χωρίς να χάνεται το ιδιοκτησιακό καθεστώς, που κατά τα άλλα παραμένει δημόσιο. Τα ΣΔΙΤ, οι συμπράξεις, οι μερικές μετοχοποιήσεις, οι επεκτάσεις των συμβάσεων έργου, οι ελαστικές μορφές εργασίας (τα τελευταία χρόνια, οι προσλήψεις μέσω ΑΣΕΠ ήταν κατά πολύ λιγότερες από τον αριθμό των συμβολαίων μερικής απασχόλησης), το outsourcing, κλπ αποτελούν νέες μορφές ιδιωτικοποιήσεων που διατηρούν τους τίτλους δημόσιας περιουσίας και τον κρατικό έλεγχο επί των περιουσιακών στοιχείων. Η μερική ιδιωτικοποίηση με την παράλληλη διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων στη κυριότητα του δημοσίου επέφερε διάρκεια στη σχέση των ιδιωτικών επιχειρηματικών συμφερόντων με τις κρατικές λειτουργίες και δημιούργησε πολλαπλά φαινόμενα διαφθοράς, μέσω μακροχρόνιων συμβάσεων. Αντίθετα, μια μεταβίβαση δημόσιου περιουσιακού στοιχείου σε ιδιώτη αγοραστή θα ήταν στιγμιαία και δεν θα καθιέρωνε μακροχρόνιες σχέσεις. Τέλος, το δημόσιο μετέτρεψε το μεγαλύτερο τμήμα του εργατικού δικαίου σε οιονεί εμπορικό δίκαιο των συμβάσεων έργου, επεκτείνοντας στο εσωτερικό του τις ελαστικές μορφές εργασίας έναντι των σταθερών μορφών. Από την άλλη, πρόσφατη στατιστική μέτρηση έδειξε ότι η απασχόληση στο δημόσιο είναι λίγο πιο κάτω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, στοιχείο που δείχνει ότι η κοινωνία δεν είναι και τόσο κρατικά προσανατολισμένη. Στην Ελλάδα, αυτό που παρουσιάζεται σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι στην υπόλοιπή Ε.Ε. είναι η αυταπασχόληση, η επιχειρηματικότητα επιβίωσης και γενικά μορφές απλής εμπορευματικής παραγωγής, που επιλέγονται από αυτούς που «υποφέρουν» εντός των σκληρών μισθιακών - εργασιακών σχέσεων του ιδιωτικού τομέα. Δεν πρόκειται, δηλαδή, τόσο για αναζήτηση προστασίας από τα ρίσκα της αγοράς αλλά για αναζήτηση ανεξαρτησίας από τους καταναγκασμούς της μισθωτής σχέσης. 5. Ποιος θα οργανώνει τους εργαζόμενους από δω και πέρα αφού τα συνδικάτα μας τελείωσαν; Είναι τα κράτη υποχείρια των αγορών; Πρέπει να περιορίσουμε το κράτος για να μην εξαρτόμαστε από τις αγορές και τα δάνεια; Είναι το μνημόνιο και το μεσοπρόθεσμο η απόδειξη της εκχώρησης της κρατικής μας κυριαρχίας σε υπερεθνικούς οργανισμούς; Για να καταλάβουμε τις παραπάνω σχέσεις θα διατυπώσουμε μια θέση χωρίς να την αποδείξουμε για την οικονομία του άρθρου. Αν σε κάτι δρα αρνητικά και αποδιαρθρωτικά, η επέκταση των αγορών, δεν είναι τόσο η κρατική υπόσταση αλλά κυρίως η κοινωνική αναπαραγωγή και ειδικότερα η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Ένας από τους στόχους των αλλεπάλληλων μνημονίων είναι αυτός ακριβώς: η μείωση των δαπανών κοινωνικής αναπαραγωγής. Εδώ, το κράτος πάλι έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Μπορεί οι επεκτεινόμενες αγορές να δρουν ενάντια στην κοινωνική αναπαραγωγή, όμως το κράτος είναι αυτό που αποφασίζει τον τρόπο με τον οποίο θα ρυθμιστούν, αφενός η ενίσχυση της γενικής κερδοφορίας και αφετέρου το επίπεδο της γενικής αναπαραγωγής. Τελικά, ποιος είπε ότι το κράτος γίνεται ανίσχυρο επειδή αντιμετωπίζει καταναγκασμούς; Ας δούμε όμως και μια άλλη πτυχή των μνημονιακών πολιτικών. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτές ενισχύουν, κυρίως, τις αγορές εις βάρος της κοινωνίας. Η υπόθεση που εδώ γίνεται είναι ότι αυτό που ενισχύεται, κυρίως, είναι η ιδιοκτησία και όχι γενικώς οι αγορές. Ακόμα και το ευρύ σχέδιο ιδιωτικοποιήσεων του Μεσοπρόθεσμου δεν είναι τόσο ένα πρόγραμμα ξεπουλήματος του εθνικού πλούτου σε ξένα κέντρα, όσο ένα πρόγραμμα ενίσχυσης της ιδιοκτησίας και της νομής του παραγόμενου πλούτου. Το Μεσοπρόθεσμο, αλλά και το Μνημόνιο, είναι κυρίως προγράμματα ενίσχυσης της εκμετάλλευσης και όχι μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, παρά το γεγονός ότι αυτή η εκμεταλλευτική πολιτική μπορεί να πάρει και αυτήν την μορφή. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: Η κυρίαρχή μυθολογία θεωρεί τους συνδικαλιστές των ΔΕΚΟ αιτία της χαμηλής αποτελεσματικότητας του δημοσίου και μια μορφή της κρατικίστικης τάσης της κοινωνίας που «αλώνει» το κράτος. Η μέχρι πρότινος στρατηγική, της εγκαθίδρυσης οιονεί αγορών στο εσωτερικό του δημοσίου, ευνοούσε την ανάπτυξη των ελαστικών μορφών εργασίας στην οικονομία και ωφελούσε και τη γενικότερη κερδοφορία του ιδιωτικού τομέα, αλλά δεν έθιγε με δυναμικό τρόπο την πρωταρχική κορπορατίστική σχέση. Τα τριτοβάθμια συνδικάτα, εξασφάλιζαν μια σχετική άνοδο των εισοδημάτων που αν και υπολείπονταν της ανόδου της παραγωγικότητας, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι διατηρούσε την εργατική τάξη εντός ενός ανεκτού πλαισίου πρωταρχικής διανομής. Η δημοσιονομική κρίση τα άλλαξε όλα, ακόμα και την στρατηγική των οιονεί αγορών και της μερικής ιδιωτικοποίησης. Η στόχευση του κράτους, πλέον, είναι η διάλυση των συνδικάτων, η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και η αποβολή από το εσωτερικό του όλων των μορφών εργασίας που δεν προστατεύει το υπάρχον Σύνταγμα. Αν προσθέσουμε στα παραπάνω και την πλήρη ιδιωτικοποίηση όλων των δημόσιων επιχειρήσεων καταλήγουμε σε ένα ερώτημα: Γιατί το κράτος θέλει να «εξαφανίσει» όλες τις μορφές συλλογικής δράσης των εργαζομένων και κάθε θεσμικό τρόπο διασφάλισης μιας στοιχειώδους ανέλιξης; Μήπως θέλει την άνευ όρων παράδοση της εργασίας στις δυνάμεις της αγοράς; Ναι, καταρχήν, αλλά αμέσως μετά, πιστεύουμε, ο απώτερος στόχος είναι άλλος. Η αγορά εργασίας είναι ο προθάλαμος σε κάτι άλλο. Και αυτό το κάτι άλλο είναι η ίδια η επιχείρηση ως η πρωταρχική μορφή οργάνωσης και επιβολής του κεφαλαίου και των συμφερόντων του. Η εργασία και το κεφάλαιο πρέπει να έχουν τον ίδιο οργανωτή, την επιχείρηση, και αυτό δεν επιτυγχάνεται μόνο με την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας ή την ενίσχυση των «ψευδοαγορών» αλλά, κυρίως, μέσω της ενίσχυσης της ιδιοκτησίας, του διευθυντικού δικαιώματος και της απαξίωσης κάθε δευτερογενούς οργανώσεως (τα συνδικάτα μια δευτερογενής οργάνωση είναι) των εργαζομένων. 6. Είναι τελικά «καημένο» το κράτος; Η υπόθεση του κειμένου αυτού είναι η εξής. Το κράτος κάτω από την πίεση της οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης αλλάζει στρατηγική. Στο επίπεδο των κεντρικών πολιτικών μηχανισμών επιδιώκει μια αναβάθμιση του ολιγοπωλιακού συστήματος των κομμάτων καρτέλ, μέσω της ισχυροποίησης της εκτελεστικής εξουσίας. Οι προσπάθειες για μια σταθερή κυβέρνηση εθνικής ομοψυχίας, η απαξίωση της βουλής και όλων ανεξαιρέτως των κομμάτων είναι το άλλο όνομα μιας επιχείρησης κατάργησης του πολιτικού ανταγωνισμού και της εξαφάνισης των λαϊκών μορφών πολιτικής πάλης. Στα πιο κάτω επίπεδα της πολιτειακής δομής, επιχειρεί την κατάργηση κάθε δευτερογενούς συλλογικότητας των εργαζομένων και την εγκαθίδρυση του οργανωτικού μονοπωλίου της επιχείρησης της ίδιας. Με αυτά τα δεδομένα και μόνο μπορεί να διαπιστωθεί η γενική λογική της συγκυρίας που διαπερνά το συλλογικό καπιταλιστή του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Πλουραλισμός στις πολιτικές μορφές έκφρασης (κρατική διοίκηση, αστικά κόμματα, ΜΜΕ, ΕΚΤ, Ε.Ε. ΣΕΒ ακόμα και οι ίδιες οι επιχειρήσεις) των αστικών συμφερόντων, δραστικός περιορισμός και απαξίωση των υπαρκτών μορφών οργάνωσης των λαϊκών στρωμάτων, παρεμπόδιση της ανάπτυξης νέων μορφών πολιτικής δράσης. Η οικονομική και δημοσιονομική κρίση, ως κρίση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος, είναι μια ευκαιρία των αστικών τάξεων για έναν συνολικό ρεβανσισμό σε σχέση με τον ταξικό τους αντίπαλο. Οι διεθνικά οργανωμένες αγορές, δίνουν τον τόνο στο νέο εκμεταλλευτικό υπόδειγμα. Όμως, δεν αντιστρατεύονται την κρατική εξουσία, αντίθετα την ενισχύουν, παρόλο που στο επίπεδο της Ε.Ε. έχει ξεκινήσει η υποβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Είναι δυνατόν, λοιπόν, να βιώσουμε τα επόμενα χρόνια μια δραματική, για τις υποτελείς τάξεις, απαξίωση όλων των τμημάτων της κεφαλαιακής σχέσης. Όπως η ύφεση εκκαθαρίζει την αγορά από αναποτελεσματικά κεφάλαια και συγκεντρώνει τα εξοικονομημένα, έτσι και η υποβάθμιση του ελληνικού σχηματισμού από τις αγορές «εξοικονομεί» αποτελεσματική πολιτική εξουσία για την αστική τάξη και «εκκαθαρίζει» τις αντίπαλες μορφές. Το κίνημα των πλατειών έδειξε ότι, ευτυχώς, συγκεντρώνονται ισχυρές διαθέσεις εναντίον της καπιταλιστικής και πολιτικής «ερήμου» που μας επιφυλάσσουν. Όμως χρειάζεται προσοχή. Μια οικονομία των κοινωνικών αναγκών δεν «εκκαθαρίζει» τις αναποτελεσματικές μορφές (πολιτικές και συνδικαλιστικές) διαπίστωσης και διατύπωσης αυτών των αναγκών, γιατί τότε είναι δυνατόν ο πολιτικός πλουραλισμός της αστικής τάξης, να επιβληθεί πιο ουσιαστικά και με πιο οριστικό τρόπο. Ο στόχος των κινημάτων για τη λαϊκή ευημερία θα πρέπει να είναι η επανιδιοποίηση και ο μετασχηματισμός των παλιών «εργαλείων» και η άρθρωσή τους με νέες μορφές πολιτικής δράσης. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πρώτη προειδοποίηση!
Θα σας παρακαλούσα τα σχόλια να παραμένουν εντός θέματος.
Θα σας παρακαλούσα τα σχόλια να είναι ευπρεπή.
Αλλιώς θα αναγκαστώ να πάρω μέτρα.