Τις μέρες αυτές βιώνουμε, χωρίς αμφιβολία, τη μεγαλύτερη επίθεση στο βιοτικό επίπεδο που έχουν δεχθεί οι εργαζόμενοι από την εποχή της μεταπολίτευσης. Για τους εργαζόμενους η επίθεση αυτή σηματοδοτεί το «τέλος της μεταπολίτευσης».
Μετά τη μεταπολίτευση το 1974, οι εργαζόμενοι με τους αγώνες τους είχαν κατορθώσει να κερδίσουν δικαιώματα (όπως το δικαίωμα στο συνδικαλισμό) και έβλεπαν το βιοτικό τους επίπεδο να βελτιώνεται χρόνο με το χρόνο τουλάχιστον μέχρι το «σταθεροποιητικό πρόγραμμα» Σημίτη του 1985. Αλλά ακόμα και αργότερα, με τη νεοφιλελεύθερη στροφή του ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του 1990 και τις ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων οργανισμών, ποτέ η επίθεση στους εργαζόμενους δεν πήρε τη μορφή μιας άμεσης χιονοστιβάδας μέτρων που απειλούν όλα τα «κεκτημένα» των αγώνων της μεταπολίτευσης. Η πρώτη κυβέρνηση που επιχείρησε να εφαρμόσει με συνέπεια ακραία νεοφιλελεύθερα μέτρα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη (1990-1993), αποδείχθηκε απλά μια παρένθεση. Σήμερα το ΠΑΣΟΚ, για δεύτερη φορά μετά τη μεταπολίτευση, προωθεί ανοικτά θατσερικού τύπου οικονομικά μέτρα.
Τα μέτρα που εξήγγειλε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ θα ρίξουν το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων με σχετικούς όρους (και για ένα κομμάτι των εργαζομένων με απόλυτους) στα επίπεδα της δεκαετίας του 1970. Επιπλέον, το δικαίωμα στο συνδικαλισμό τίθεται υπό αμφισβήτηση: ακόμα (ευτυχώς!) όχι με τους όρους πριν το 1974, αλλά υπό συνθήκες, αναλογικά, παρόμοιες. Η τρομοκρατία των αφεντικών, αποχαλινωμένη πλέον λόγω του φόβου των εργαζομένων από τις απολύσεις σε συνδυασμό με το ξεπούλημα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, καθιστά το συνδικαλισμό εξαιρετικά δύσκολη (και επικίνδυνη…) υπόθεση. Η αντιστροφή των κατακτήσεων της μεταπολίτευσης βρίσκεται πλέον σε πλήρη εξέλιξη…
Όλα τα μέτρα πάρθηκαν με το χαρακτηριστικό τρόπο του κοινοβουλευτικού κρετινισμού. Ανάλγητα και περιφρονώντας τους ίδιους του τους ψηφοφόρους, το ΠΑΣΟΚ πράττει την επομένη των εκλογών όσα είχε αποκηρύξει προεκλογικά. Απροκάλυπτα, για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία, με μοναδικό φύλο συκής ότι «προεκλογικά δεν γνωρίζαμε την πραγματική κατάσταση της οικονομίας» (πράγμα που μόνο από κρετίνους θα μπορούσε να γίνει πιστευτό) το ΠΑΣΟΚ εφαρμόζει μια πολιτική που προεκλογικά τη χαρακτήριζε με δραματικούς τόνους ως «καταστροφική γιατί θα οδηγήσει την οικονομία στη συρρίκνωση». Απλά και καθαρά πράγματα: όλες οι «προεκλογικές δεσμεύσεις» είχαν ως στόχο την εξαπάτηση και την υφαρπαγή της ψήφου όσων ψήφησαν ΠΑΣΟΚ…
Ιδεολογικά αυτή η επίθεση γίνεται με σημαία τη «σωτηρία της πατρίδος» και, επιπλέον, ότι «θα πληρώσουν όλοι, αλλά περισσότερο οι έχοντες και κατέχοντες». Με τα ταξίδια του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου στο εξωτερικό παίχθηκε η προπαγανδιστική παράσταση «Η Ελλάδα μαζί με τους εταίρους της στη μάχη κατά των κερδοσκόπων».
Θα πληρώσουν μόνο οι συνήθεις ύποπτοι:
οι εργαζόμενοι
Το ελληνικό κράτος επί δεκαετίες λειτουργεί επιδοτώντας τους καπιταλιστές και ληστεύοντας τους εργαζόμενους. Η βούληση του ΠΑΣΟΚ είναι τα πράγματα να παραμείνουν ως έχουν.
Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί για τους εργοδότες στο υπουργείο Οικονομικών είναι από ανύπαρκτοι έως παντελώς ανεπαρκείς, και αυτό όχι λόγω ανικανότητας ή «κρατικής ανεπάρκειας» αλλά λόγω συνειδητής πολιτικής επιδότησης των αφεντικών:
«Χάνονται 4 δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο από τη «μαύρη εργασία».
Απώλεια εισφορών κοινωνικής ασφάλισης αξίας 4 δισεκατομμυρίων ευρώ το χρόνο προκαλεί η «μαύρη» εργασία, που λαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις στην Ελλάδα λόγω της κρίσης».[1]
Μία στις τέσσερις επιχειρήσεις απασχολεί ανασφάλιστους.
Σαν να μην έφτανε αυτό, από τα 30 δισεκατομμύρια ευρώ των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το δημόσιο από μεγαλο-οφειλέτες, μόλις 8-10 δισεκατομμύρια ευρώ θεωρούνται εισπράξιμα, και εξ αυτών ο στόχος είναι να εισπραχθούν (αν εισπραχθούν…) μόλις 2 δισεκατομμύρια ευρώ.[2]
Τα κρατικά έσοδα υποφέρουν γιατί δεν φορολογούνται οι πλούσιοι: Η φορολόγηση κερδών από 19,9% μειώθηκε στο 15,9% (ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι στο 33%). Το μέσο δηλωθέν εισόδημα το 2008 ήταν 16.000 ευρώ για μισθωτούς- συνταξιούχους και 13.000 ευρώ για εμπόρους- βιομηχάνους![3]
Ο Γιάννης Μηλιός περιγράφει με παραστατικό τρόπο την σκανδαλώδη επιδότηση των αφεντικών από το ελληνικό κράτος:
«Πέρα από την πολυσυζητημένη φοροδιαφυγή, δηλαδή το ότι κάποιοι γιατροί π.χ. δεν κόβουν αποδείξεις, συνάπτεται μια συμμαχία των κυρίαρχων τάξεων με μεσαία στρώματα του μικρού κεφαλαίου, μέσω της νόμιμης φοροαπαλλαγής. Η κατανομή των φόρων είναι: 60% από την κατανάλωση, 12% από τους μισθωτούς, 10% από τις Ανώνυμες Εταιρείες και γενικά από τις μεγάλες επιχειρήσεις και απ’ όλο το χάος των 800.000 μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, αλλά και των ελεύθερων επαγγελματιών, δίνει το υπόλοιπο 17%, με αποτέλεσμα μια επιχείρηση μεσαία να πληρώνει όσο ένας μισθωτός των 2.000 ευρώ. Αυτή είναι νόμιμη φοροαπαλλαγή».[4]
Οι διακηρύξεις της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ ότι αυτά θα αλλάξουν έχουν τόση αξιοπιστία όση είχαν και οι «προεκλογικές της δεσμεύσεις»: απολύτως καμιά. Όπως και με τις προεκλογικές της υποσχέσεις θα κάνει τα εντελώς αντίθετα, αυτός είναι ο νόμος του κοινοβουλευτισμού. Η κυβέρνηση θα διατηρήσει τα προνόμια του κεφαλαίου και θα τα επεκτείνει. Ήδη κάνει χαριστικές ρυθμίσεις για τα χρέη προς το δημόσιο, με τη δικαιολογία ότι έτσι «τουλάχιστον θα εισπραχθεί ένα μέρος των οφειλών». Ενώ αρχικά η κυβέρνηση μιλούσε για έλεγχο των καταθέσεων στις Τράπεζες (για να βρεθούν υποτίθεται οι πλούσιοι καταθέτες που φοροδιαφεύγουν) μετά το πήρε πίσω λέγοντας ότι αν το κάνει οι καταθέσεις θα διαφύγουν από τη χώρα.
Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση ομολογεί ότι αφού δεν μπορεί να πιάσει τη φοροδιαφυγή από το κεφάλαιο (το κεφάλαιο μπορεί πάντα να διαφεύγει νόμιμα ή «παράνομα») αναπόφευκτα η μόνη λύση είναι το ξεζούμισμα των εργαζομένων.
Την ίδια στιγμή που δίνονται δώρα στους καπιταλιστές το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων (ήδη πριν από τα νέα κυβερνητικά μέτρα) είναι σε δραματικό επίπεδο: το 50% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα κερδίζει λιγότερα από 1.090 ευρώ μηνιαίως (στοιχεία του ΙΚΑ). Περίπου 250.000 εργαζόμενοι επίσης στον ιδιωτικό τομέα αμείβονται με τους κατώτατους μισθούς- ημερομίσθια, δηλαδή 33 ευρώ (κατώτατο ημερομίσθιο) και 740 ευρώ κατώτατο μισθό.[5] Κάτω από 600 ευρώ τον μήνα παίρνουν οι 6 στους 10 συνταξιούχους (περίπου 850.000 άτομα).
Όταν οι εκπρόσωποι των κερδοσκόπων
κηρύσσουν τον πόλεμο κατά της κερδοσκοπίας!
Η κυβερνητική προπαγάνδα παίρνει εμετικές διαστάσεις όταν προσπαθεί να μας πείσει ότι ο πρωθυπουργός Παπανδρέου ηγείται… παγκόσμιας σταυροφορίας κατά των κερδοσκόπων. Ποιοί διεξάγουν αυτόν τον πόλεμο; Ο Γιώργος Παπανδρέου με την Μέρκελ, τον Σαρκοζί και τον Ομπάμα! Δηλαδή οι πολιτικοί εκπρόσωποι των κερδοσκόπων καπιταλιστών δήθεν εναντίων όσων εκπροσωπούν!
Οι καπιταλιστικές συμμαχίες είναι λυκοφιλίες. Όταν πρωτοξεκίνησε η κρίση στην Ελλάδα η Μέρκελ δήλωνε:
« Κάθε κράτος είναι υπεύθυνο για τον έλεγχο των δημοσιονομικών του».[6]
Οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης όχι μόνο δεν στήριζαν την ελληνική οικονομία, αλλά χαρακτήριζαν Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία ως τα «τρία μικρά «γουρουνάκια» (PIGS).
Αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) προειδοποιούσαν ότι ενδεχομένως η τράπεζα δεν θα αποδεχόταν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ως ενέχυρα προκειμένου να χρηματοδοτηθούν ελληνικές τράπεζες. Με αυτό τον τρόπο έδιναν το σύνθημα στους καπιταλιστές μεγαλοεπενδυτές να κερδοσκοπήσουν με το ελληνικό spread:[7]
«[…] η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί, με την ΕΚΤ να παραμένει επί της ουσίας θεατής και να περιμένει από ένα οίκο αξιολόγησης να καθορίσει αν μία χώρα μέλος της Ευρωζώνης διαθέτει ή όχι φερέγγυα ομόλογα, έχει προκαλέσει δυσμενή σχόλια εκ μέρους διεθνών αναλυτών.
Συγκεκριμένα ο αναλυτής της Goldman Sachs, Erik Nielsen σημείωσε ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα «παραδίδει» τη δικαιοδοσία για τη λήψη της κρίσιμης απόφασης σχετικά με την καταλληλότητα των ελληνικών ομολόγων, στην Moody΄s».
Στη πραγματικότητα οι κυβερνήσεις και οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης έδωσαν άλλη μια ευκαιρία στους καπιταλιστές να βγάλουν εύκολα κέρδη από μια πρακτική που ήταν νόμιμη και γνωστή σε όλους. Από το 2001 και μέχρι τον Νοέμβριο του 2009, οι επενδυτικές τράπεζες δημιούργησαν χρηματοπιστωτικά εργαλεία για να συγκαλύπτουν το χρέος των ευρωπαϊκών χωρών, σε πλήρη γνώση όλων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Αυτές οι τράπεζες όχι μόνον βοήθησαν την Ελλάδα να συγκαλύψει το αυξανόμενο χρέος της, όχι μόνον την ενθάρρυναν να δανειστεί περαιτέρω, αλλά και στοιχημάτισαν στη συνέχεια μεγάλα ποσά με τα συμβόλαια ασφάλισης κινδύνου (CDS) στην προοπτική να πτωχεύσει η χώρα.
Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο, για την πολιτική αθλιότητα της επιδότησης του μεγάλου κεφαλαίου από τους θεσμούς της Ε.Ε.. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δανείζει τις ιδιωτικές τράπεζες με επιτόκιο που είναι στην πραγματικότητα μηδενικό, αλλά αρνείται να δανείσει με το ίδιο επιτόκιο ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Το ελληνικό δημόσιο υποχρεώθηκε να δανειστεί με επιτόκιο πάνω από 6%! Αυτό είναι η επιτομή του τι σημαίνει θεσμική επιδότηση ληστρικών κερδών για το μεγάλο κεφάλαιο.
Οι σημερινοί λοιπόν πολιτικοί ηγέτες που μεταμφιέστηκαν σε σταυροφόρους κατά της κερδοσκοπίας, δεν είναι παρά οι προστάτες και οι εκπρόσωποι των καπιταλιστικών συμφερόντων. Δημιούργησαν ένα ψευδώνυμο φάντασμα «τους κερδοσκόπους» για να συγκαλύψουν τη φυσιολογική λειτουργία του συστήματος που είναι η με κάθε τρόπο συσσώρευση κερδών σε βάρος των εργαζομένων:
«[...] ο δημοσιογράφος των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» Λούκας Ζάισε γράφει: «Δύο χρόνια μετά την κρίση, δεν έχει υπάρξει ακόμη καμία πρόοδος στον έλεγχο των τραπεζών. Ούτε στις ΗΠΑ ούτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Η αποτυχία των κυβερνήσεων να χαλιναγωγήσουν τις τράπεζες αποκαλύπτει πως αυτές υπαγορεύουν τις κυβερνητικές πολιτικές. Σύμφωνα με ανάλυση της Τράπεζας της Αγγλίας, η κρατική ενίσχυση προς τις τράπεζες στις ΗΠΑ, τη Βρετανία και την ευρωζώνη ανήλθε σε 14 τρισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή στο ένα τέταρτο του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Οι μεγάλες τράπεζες λοιπόν μπορούν να συνεχίσουν να τζογάρουν ανενόχλητες, γνωρίζοντας καλά πως, αν ξαναπέσουν έξω, οι κυβερνήσεις θα βάλουν πάλι τους πολίτες να πληρώσουν τα σπασμένα. Γιατί η παρασιτική σχέση ανάμεσα στο διεθνές τραπεζικό κεφάλαιο και το πολιτικό σύστημα είναι χρόνια. Δεν υπάρχει αμερικανική κυβέρνηση που να μην είχε για υπουργούς της τραπεζίτες. Στο Λονδίνο, η πολιτική επιρροή των τραπεζιτών του Σίτι ποτέ δεν ήταν τόσο ισχυρή όσο επί των κυβερνήσεων των Νέων Εργατικών. Στη Γερμανία, η νομοθεσία που ενθάρρυνε τις γερμανικές τράπεζες να κερδοσκοπήσουν με τα χρέη των χωρών ψηφίστηκε από σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις. Και σε άλλες χώρες, όπως γράφει το «Γουέρλντ Σόσιαλιστ», ακόμη και πρώην στελέχη αρπακτικών επενδυτικών τραπεζών τα βρίσκουμε στο τιμόνι οργανισμών που διαχειρίζονται το χρέος τους. Δεν είναι να απορεί λοιπόν κανείς που πολιτικοί αναλυτές προβλέπουν και νέα τραπεζική φούσκα, η οποία ενδεχομένως να σκάσει με ακόμη πιο εκκωφαντικό κρότο από όσο η φούσκα του 2008».[8]
Κοινοβουλευτικός κρετινισμός
Μετά από όλα τα προηγούμενα, που είναι διάφανα και προφανή ως προς τον ταξικό χαρακτήρα των κυβερνητικών μέτρων, το ερώτημα είναι:
Πόσοι από τους εργαζόμενους, και για ποιο λόγο, μπορούν να εξαπατηθούν από μια κυβέρνηση και έναν πρωθυπουργό που έχουν κατ’ επανάληψη πει ψέματα, που άλλα υπόσχονται τη μια μέρα και άλλα πράττουν την επομένη; Και είναι δυνατόν η αγανάκτηση του κόσμου να ξαναστραφεί μετά από λίγο προς το κοινοβουλευτικό «αντίπαλο δέος» του ΠΑΣΟΚ, τη Νέα Δημοκρατία; Γιατί ο κόσμος διαρκώς εξαπατάται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο κάθε τέσσερα χρόνια;
Λίγους σχετικά μήνες πριν τις τελευταίες εκλογές, ακριβώς γιατί ο κόσμος δεν είχε εμπιστοσύνη στο ΠΑΣΟΚ, οι δημοσκοπήσεις έδιναν υψηλό ποσοστό στον ΣΥΡΙΖΑ. Ανεξάρτητα από το ποια είναι η γνώμη του καθένα για τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι σαφές νομίζω, ότι αυτή η πρόθεση σηματοδοτούσε μια διάθεση του κόσμου να απεγκλωβιστεί από το αδιέξοδο της διαρκούς επιλογής ανάμεσα σε δυο κόμματα που εκφράζουν την άρχουσα τάξη με ελάχιστες διαφορές μεταξύ τους. Τι συνέβη και αυτή του η πρόθεση δεν πραγματοποιήθηκε αλλά αντίθετα ο κόσμος ξαναψήφισε ένα κόμμα, το ΠΑΣΟΚ, που έχει αμετάκλητα προσχωρήσει στο στρατόπεδο του νεοφιλελευθερισμού εδώ και τουλάχιστον δυο δεκαετίες;
Από αυτό το blog έχουμε κάνει κριτική στο ΣΥΡΙΖΑ (διάβαζε Η κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ και Η κρίση στον ΣΥΝ – ΣΥΡΙΖΑ βαθαίνει). Ωστόσο ανεξάρτητα από τις όποιες πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ (που σίγουρα επιδεινώνουν την κατάσταση) το πρόβλημα είναι βαθύτερο.
Η πλειοψηφία των εργαζομένων όταν βρίσκονται (χρονικά) μακριά από κοινοβουλευτικές εκλογικές διαδικασίες εκφράζουν τη αγανάκτησή τους και τη δυσπιστία τους και για τα δυο κόμματα εξουσίας. Όταν, ωστόσο, έρθουν οι εκλογές ψηφίζουν με τη λογική του «εφικτού», με τη λογική «να μην χαθεί η ψήφος (σε μικρά κόμματα) και ξαναβγεί ο… χειρότερος (που είναι πάντα το ένα ή το άλλο από τα δυο κόμματα εξουσίας)».
Γιατί αυτό;
Μια εξήγηση είναι ότι ο κόσμος δεν είναι ενημερωμένος και τον ξεγελούν εύκολα γιατί είναι ευκολόπιστος. Η απάντηση αυτή δεν είναι πειστική. Τα οικονομικά και πολιτικά στοιχεία της απάτης των δυο κομμάτων εξουσίας υπάρχουν στις εφημερίδες και το διαδίκτυο. Ακόμα και αν οι περισσότεροι εργαζόμενοι δεν τα γνωρίζουν αναλυτικά, υπάρχουν αρκετοί αγωνιστές (και ακόμα κόμματα, οργανώσεις και ομάδες) που τα προβάλλουν με μια συνεκτική λογική στους χώρους εργασίας. Επιπλέον όλοι οι εργαζόμενοι είναι θύματα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, αισθάνονται δηλαδή τις επιπτώσεις στο πετσί τους.
Το βαθύτερο πρόβλημα είναι η ιδεολογική ηγεμονία της άρχουσας τάξης. Το θατσερικό «δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση (There Is No Alternative). Μια άρχουσα τάξη παραμένει στη θέση της όχι μόνο με το μαστίγιο, αλλά και χάρις στην ηγεμονία της στα μυαλά των υποτελών τάξεων. Οι υποτελείς τάξεις δεν μπορούν να φανταστούν, πολύ περισσότερο να παλέψουν για μια άλλη προοπτική, για μια άλλη αυτοδιαχειριζόμενη κοινωνία, και αυτό τους προσανατολίζει διαρκώς προς το «εφικτό» όσο αποκρουστικό και αν είναι αυτό για τα ίδια τους τα συμφέροντα. Φυσικά αυτή η έλλειψη «φαντασίωσης» μια άλλης προοπτικής προήλθε και από το τσάκισμα στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού των συλλογικών μορφών αντίδρασης των εργαζομένων (μαζί με τη γραφειοκρατικοποίηση των επίσημων συνδικαλιστικών οργάνων).
Η ιδεολογική ηγεμονία της άρχουσας τάξης τρέφει αυτή την αδυναμία των υποτελών τάξεων και την οδηγεί στα άκρα. Τα πραγματικά οικονομικά κτυπήματα που δέχεται ο κόσμος της εργασίας είναι πλέον ακραία: σε περίοδο οικονομικής κρίσης (και μάλιστα τη χειρότερη από τη μεγάλη ύφεση του 1930 σύμφωνα με τους ίδιους τους αστούς οικονομολόγους) δεν αμφισβητείται ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός αλλά τα εργατικά δικαιώματα και κατακτήσεις κυριολεκτικά από καταβολής εργατικού κινήματος (το 8ωρο, τα ασφαλιστικά δικαιώματα, ο 13ος και 14ο μισθός).
Σε αυτού του μεγέθους την επίθεση αναγκαστικά είτε το εργατικό κίνημα θα απαντήσει με ανάλογου μεγέθους κινητοποιήσεις είτε θα υποταχθεί στη λογική του «εφικτού». Να γιατί κεντρικό ζήτημα είναι πλέον το ζήτημα της ιστορικής προοπτικής των εργαζομένων: η αυτοδιαχειριζόμενη κοινωνία ενάντια στην κοινωνία των αφεντικών (και των πολιτικών τους εκπροσώπων).
Ο Σενέκας έγραφε:
«Αν δεν τολμάμε..,
… δεν είναι επειδή τα πράγματα είναι δύσκολα.
Τα πράγματα είναι δύσκολα επειδή δεν τολμάμε».
Ήρθε ο καιρός να τολμήσουμε!
Πηγή:
Σημειώσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πρώτη προειδοποίηση!
Θα σας παρακαλούσα τα σχόλια να παραμένουν εντός θέματος.
Θα σας παρακαλούσα τα σχόλια να είναι ευπρεπή.
Αλλιώς θα αναγκαστώ να πάρω μέτρα.