ΠΗΓΗ: Καθημερινή 13-3-2013
Του Παντελή Μπουκάλα
O θάνατος του Ούγκο Τσάβες,
που λόγω και των σχετικών δημοσιευμάτων επανέφερε στην αργούσα μνήμη τα κρίσιμα
επεισόδια της πολιτείας του ηγέτη της Βενεζουέλας, αποτέλεσε το έναυσμα για να
αναπτυχθεί ένας κάποιος διάλογος περί του τι εστί δημοκρατία, λαϊκισμός (στη
λατινοαμερικάνικη περίπτωση ίσως είναι περισσότερο ταιριαστός ο μάλλον λιγότερο
απαξιωμένος όρος ποπουλαρισμός), σοσιαλισμός κ.τ.λ. Το εγγενές και πιθανότατα
αθεράπευτο πρόβλημα στις κουβέντες αυτές είναι το πώς ορίζεται ο δεύτερος όρος
σύγκρισης και ποιος τον επιλέγει, δηλαδή «από πού μιλάει», από ποιο ιδεολογικό
βάθρο. Αυτό εφόσον πράγματι θέλουμε να συν-σκεφτούμε, και όχι απλώς να
ακούσουμε τα χειραγωγημένα «γεγονότα» (όσα επιλέγουμε να θυμόμαστε και να
υπερτονίζουμε) να επικροτούν την έτοιμη από καιρό άποψή μας.
Η δημοκρατία, βεβαίως, είναι
μέγεθος απόλυτο και δεν επιδέχεται σχετικοποιήσεις. Αυτό όμως ισχύει στο μυαλό
μας, όπου κατοικεί στο ιδεατό της σχήμα. Εξω, στον αυθεντικό κόσμο, με τις
αντιπαλαίουσες εξουσίες, πολιτικές, οικονομικές και πλέον μιντιακές, τα
πράγματα διαφέρουν και τα ιδεατά σχήματα καταρρέουν. Οταν λοιπόν συζητάμε για
το «πόσο δημοκρατικό είναι το μπολιβαριανό καθεστώς του Τσάβες», με όσα μπορεί
να ξέρει γι' αυτό ένας απόμακρος παρατηρητής, φρόνιμο είναι να θίγουμε
ταυτόχρονα το ερώτημα «πόσο δημοκρατικές είναι οι δυτικού τύπου πολιτείες»,
όπως η δική μας. Ισως αυτή η συνεξέταση θα μας παρότρυνε να φερόμαστε με
λιγότερο σνομπισμό (δυτικού και πάλι τύπου) απέναντι σε ό,τι διαφέρει από τα
οικεία μας παραδείγματα. Διότι ο σνομπισμός δεν εξετάζει. Απλώς απορρίπτει ό,τι
τον ενοχλεί εκ προοιμίου, λ.χ. αισθητικά. Παρακολουθούσα, ας πούμε, στην
τηλεόραση κάποιες μετατσαβικές προσεγγίσεις και το νόημα δεν το έδιναν όσα
έλεγε ο αναλυτής, αλλά το ξινισμένο ύφος του. Η άποψή του ήταν η σηκωμένη μύτη
του.