δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ (8.7.2012)
Κατερίνα Κιτίδη*
Η ομάδα ήταν έτοιμη για γκολ πριν ακόμη ο διαιτητής σφυρίξει την εκκίνηση. Άλλωστε το παιχνίδι ήταν στημένο και στα μέτρα της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε λειάνει το γήπεδο από τη δεκαετία του ’90 και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, κατ’ εφαρμογή της Συναίνεσης της Ουάσινγκτον στη Γηραιά Ήπειρο. Οι ντόπιες ελίτ είχαν από καιρό φορέσει τη στολή της μαζορέτας, προσδοκώντας υπέρμετρα κέρδη από την ιδιωτικοποίηση του δημοσίου πλούτου. Η κορύφωση της οικονομικής κρίσης προσέφερε την τέλεια δικαιολογία για να ζεστάνει, επιτέλους, ο αγώνας. Ευφημισμοί για το ξεπούλημα, όπως η λέξη «αξιοποίηση», ακούγονταν ρυθμικά, σαν σλόγκαν, από τα στόματα δεκάδων δημοσιογράφων, ως λύση για τη μείωση του δημοσίου χρέους. Ένας καλολαδωμένος μηχανισμός προπαγάνδας στήθηκε για να δυσφημίσει τον αντίπαλο, που δεν ήταν μόνο οι οπαδοί του κρατισμού, αλλά κάθε υπέρμαχος των δικαιωμάτων του ελληνικού λαού και της πραγματικής διάσωσης της εθνικής οικονομίας.
Η τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά, που τερατογεννήθηκε από τις εκλογές του Ιουνίου, σήκωσε την παντιέρα των ιδιωτικοποιήσεων από την πρώτη κιόλας μέρα της λειτουργίας της. Στην επιστολή που έστειλε ο πρωθυπουργός στους ευρωπαίους εταίρους του, λίγο πριν από την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες, σημείωσε πως η κυβέρνηση θα δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην ολοκλήρωσή τους. Άλλωστε, η στελέχωση του κυβερνητικού επιτελείου ήταν ενδεικτική: Υπουργός Ανάπτυξης και Υποδομών ορίστηκε ο Κωστής Χατζηδάκης, ο άνθρωπος που ξεπούλησε την Ολυμπιακή, ενώ το υπουργείο Οικονομικών ανέλαβε ο πρώην επικεφαλής της «δεξαμενής σκέψης» του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, Γιάννης Στουρνάρας. Ο οικονομολόγος που έμεινε στην ιστορία επειδή προέβλεψε την αύξηση του ΑΕΠ κατά ...17% από το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, επιχειρούσε από πέρυσι να κατευθύνει την ιδιωτικοποίηση του δημοσίου πλούτου, μέσω του σωματείου «Πρωτοβουλία Κάππα», το οποίο είχε συστήσει μαζί με τον αποτυχημένο νεοφιλελεύθερο πολιτικό, Στέφανο Μάνο.