23. Φεβρουαρίου 2010
Σπύρου Μαρκέτου
Είναι αδύνατο να ανακάµψει η οικονοµία στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που υιοθετεί πλέον η κυβέρνηση, πιεσµένη από τις «αγορές», οι οποίες επιβάλλουν τις επιλογές τους και στην ΕΕ. Πρiν από καιρό, κι ενώ περί άλλα τύρβαζαν πολλοί που σήµερα κινδυνολογούν, είχα υποστηρίξει ότι πρέπει να κηρυχθεί στάση πληρωµών του δηµόσιου χρέους (ξεπέρασαν τα 41 δις το 2009) και να γίνει αναδιαπραγµάτευσή του. Ειδάλλως θα χρειαζόταν «να περικοπούν όλες οι κοινωνικές δαπάνες και να µπει φυτίλι στη δηµοκρατία και την κοινωνική συνοχή για να πληρωθούν κατά προτεραιότητα οι δανειστές [...] Κάτι τέτοιο, βέβαια, σηµαίνει καταστροφική και βίαιη υποβάθµιση του βιοτικού επιπέδου και υπόσχεται, οδηγώντας τη χώρα δεκαετίες πίσω, εντάσεις τέτοιες που δεν έχουµε ξαναδεί από τον καιρό του Εµφυλίου». [1]
Οι εξελίξεις που µεσολάβησαν δυστυχώς επικυρώνουν αυτή την εκτίµηση. Απλώς το δηµόσιο χρέος βάρυνε στο µεταξύ άλλα 40 δις, τα οποία φυσικά δεν έγιναν µισθοί και συντάξεις, αλλά και πάλι γλίστρησαν προς τους ισχυρούς. Πολιτική µε τραγική κατάληξη: υπογράφοντας η Ελλάδα το σύµφωνο οµαδικής αυτοκτονίας που της ζητούν οι «αγορές» γίνεται προτεκτοράτο, µας εξηγεί ένας στρατηγικός αναλυτής παγκόσµιων επενδύσεων χαρτοφυλακίου. [2] Ο πλούτος της χώρας κλείνεται στα θησαυροφυλάκια των τραπεζών και µερικών µεγάλων επιχειρήσεων, ενώ τα νοικοκυριά ρίχνονται στη φτώχεια. Kάθε νεογέννητο βρίσκεται φορτωµένο µε τριάντα χιλιάδες δηµόσιο χρέος, που δεν δαπανήθηκε για χάρη του, και καλείται να δουλεύει ισόβια για να το ξεπληρώσει. Σε τι διαφέρει άραγε από τα παιδιά των µαύρων σκλάβων που γεννιούνταν δούλοι κι έπρεπε έπειτα, τα πιο τυχερά, να εξαγοράσουν την ελευθερία τους; [3]
Οι οικονοµικές θυσίες τα ερχόµενα χρόνια είναι αναπόφευκτες, το ζήτηµα είναι αν θα µοιραστούν δίκαια. Θα είναι τέτοιες που µας κάνουν δουλοπάροικους των τραπεζιτών ή, αντίθετα, θα επιβαρύνουν κυρίως αυτούς που ωφελήθηκαν από τις πολιτικές επιλογές των τελευταίων δεκαετιών και θα συνοδευτούν από αντισταθµιστικές θεσµικές αλλαγές, ευρύτατες και ριζικές, τέτοιες που ν’ αντιστρέφουν την κοινωνική πόλωση; Η έκβαση της µάχης, που δεν αφορά µόνο την Ελλάδα, είναι αβέβαιη, όπως παραστατικά µας εξηγεί ο µεγάλος κοινωνιολόγος Ιµµάνουελ Βαλλερστάιν σ’ ένα βιβλιαράκι απαραίτητο για να γνωρίσουµε την εποχή µας. [4] Αυτό σηµαίνει πως µπορεί να χαθεί, αλλά έχει και πολύ περισσότερες πιθανότητες απ’ όσες φανταζόµαστε να κερδηθεί.
Βασική πολιτική πραγµατικότητα είναι ότι ο ελληνικός λαός είδε το κράτος να δίνει δεκάδες δις για να σώσει τις τράπεζες, ψήφισε την κυβέρνηση επειδή πληροφορήθηκε ότι «λεφτά υπάρχουν», και όµως καλείται τώρα σε θυσίες χωρίς ηµεροµηνία λήξης. Σ’ αυτές τις συνθήκες αποτελεί πράξη ύψιστης πολιτικής ανευθυνότητας να δοκιµαστούν ακόµη περισσότερο οι αντοχές του. Οι θεσµικά ισχυροί αλλά διανοητικά µετέωροι και πολιτικά ευάλωτοι γκουρού του νεοφιλελευθερισµού ζητούν αναδιανοµή του εθνικού προϊόντος υπέρ των πλούσιων. Αυτή όµως θα εξαερώσει άµεσα τη νοµιµοποίηση της κυβέρνησης, και µεσοπρόθεσµα δεν απειλεί απλώς µε εξάρθρωση το κυβερνών κόµµα, αλλά και υπονοµεύει την πραγµατική οικονοµία και την ίδια τη δηµοκρατία µας. Λύση εποµένως ηθικά, πολιτικά και οικονοµικά απαράδεκτη. Επιλέγοντάς την το Πασόκ, για να κερδίσει µερικούς βασανιστικούς µήνες φυγής από την πραγµατικότητα, δυναµιτίζει το κύρος του στους οπαδούς του κι εµπεδώνει το µήνυµα ότι στις σηµερινές συνθήκες του τερµατικά αρτηριοσκληρωτικού καπιταλισµού δικαιώµατα δηµοκρατικής επιλογής έχουµε µόνο σε διακοσµητικούς τοµείς.